Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Το πνεύμα των περσινών Χριστουγέννων





 Μόλις είχα φορέσει τους φακούς μου και έμπαινα στο δωμάτιό μου για να ντυθώ και να έρθω σπίτι σου, όταν έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό μου. Είδα το όνομά σου στην οθόνη και το άνοιξα αμέσως για να διαβάσω το πολύ πεζό «Μου τελείωσε η οδοντόκρεμα. Πάρε μία ερχόμενος». «Πάλι καλά που έρχομαι, αλλιώς παίζει να μην έπλενες τα δόντια σου για κάνα τριήμερο», σου έστειλα εγώ, μεταξύ σοβαρού και αστείου για να λάβω λίγα δευτερόλεπτα μετά ως απάντηση ένα σύντομο  «Μην είσαι χαζός! Αν δεν ερχόσουν εσύ, θα έστελνα την μάνα μου! Άντε, μην αργείς, σε περιμένω!» που μ’ έκανε να ετοιμαστώ και να φύγω απ’ το σπίτι στον μισό τουλάχιστον χρόνο απ’ αυτόν που θα έκανα υπό άλλες συνθήκες.
 Στον δρόμο για το super market σκέφτηκα να σε πειράξω λίγο και, μιας και δεν σου είχα κάνει κάποιο δώρο για τα Χριστούγεννα, βρήκα ακριβώς τον τρόπο για να το κάνω! Φτάνοντας, επέλεξα με μεγάλη επιμέλεια μια γνωστή οδοντόκρεμα, που την προτείνει σύσσωμος ο Οδοντιατρικός Σύλλογος (το όνομα της οποίας αποφεύγω ν' αναφέρω για να μην κάνω και δωρεάν διαφήμιση), ένα κουτί με εφτά χρωματιστές οδοντόβουρτσες ( στα χρώματα του ουράνιου τόξου, "Μία για κάθε μέρα της εβδομάδας", έγραφε απ' έξω το κουτί) και τα πιο περίεργα ζευγάρια κάλτσες που μπόρεσα να βρω - με μονόκερους και δράκους και με τα ξωτικά του Άγιου Βασίλη (αν ο Ντάμπλντορ θεωρεί τις κάλτσες ιδανικό δώρο, εσένα θα έπρεπε να σου φτάνουν και να σου περισσεύουν!). Πέρασα απ' το ταμείο για να πληρώσω και μετά κατευθύνθηκα προς το κατάστημα δώρων του super market όπου ζήτησα απ' την απορημένη υπάλληλο να μου τυλίξει οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσες και κάλτσες. "Υπάρχει λόγος. Έχω σχέδιο!", απάντησα στο περίεργο βλέμμα που μου έριξε και αυτό φάνηκε να την ικανοποιεί. Ή μπορεί απλώς να σκέφτηκε ότι δεν πληρωνόταν αρκετά για ν' ασχολείται με τις παλαβομάρες του καθενός. Τύλιξε χωρίς άλλη κουβέντα τα "δώρα" σου, μου τα έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα και με αποχαιρέτισε ευχόμενη "Καλή χρονιά" και, είμαι σχεδόν σίγουρος, να μην με ξαναδεί στο άμεσο μέλλον!
 Έφτασα στο σπίτι, μου άνοιξες και μετά τις, λίγο-πολύ, τυπικές ευχές για το νέο έτος, με οδήγησες στο δωμάτιό σου όπου σου πρόσφερα το δώρο σου. Πρώτα άνοιξες την οδοντόκρεμα. "Αυτό ακριβώς που ήθελα! Ούτε να το ήξερες!" μου είπες για πλάκα. Δεύτερες στη σειρά ήταν οι οδοντόβουρτσες που, φυσικά, δεν πέρασαν ασχολίαστες. "Τέλεια!! Τώρα θα έχω ένα κίνητρο να πλένω τα δόντια μου κάθε μέρα!". Όταν έφτασες στο τρίτο και τελευταίο δώρο σου, διέκρινα στο βλέμμα σου την απορία: παραήταν μεγάλο για να είναι κάτι που σχετίζεται με την στοματική υγιεινή! Το άνοιξες σκίζοντας το περιτύλιγμα και για μια στιγμή σκάλωσες. Μετά έβαλες τα γέλια! Με αυτό το γέλιο σου, που ήταν το τρίτο πράγμα που ερωτεύτηκα πάνω σου! "Εντάξει", μου είπες "εδώ κοντζάμ Ντάμπλντορ και τις θεωρεί ιδανικό δώρο, θα παραπονεθώ εγώ;" και με εξέπληξες για άλλη μια φορά, κάνοντας την ίδια σκέψη που είχα κάνει εγώ. Κάτι στον τρόπο που σε κοίταζα πρέπει να με πρόδωσε γιατί με ρώτησες τι συμβαίνει. "Τίποτα", σου απάντησα εγώ χαμογελώντας ενώ γι' άλλη μια φορά σκεφτόμουν ότι σ' αγαπάω. "Με έπιασες εξ απήνης όμως κι εγώ δεν έχω δώρο να σου δώσω..."
 Κι όμως, το γέλιο σου ήταν πάντα παραπάνω από αρκετό δώρο. Εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει πιο ευτυχισμένο!

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Τα πρωινά του χειμώνα


 Έχει περάσει καιρός απ' την τελευταία φορά που σου έγραψα. Το ξέρω... Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πρόγραμμά μου είναι πια πολύ φορτωμένο και ότι δεν μου μένει χρόνος ούτε καν για κάτι τόσο απλό όσο αυτό αλλά σου έχω υποσχεθεί να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δεν σου γράφω γιατί δεν ξέρω αν έχω κάτι να σου πω. Δεν ξέρω αν θα σ' ενδιαφέρει η καθημερινότητά μου τώρα που εσύ λείπεις απ' αυτήν και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ούτε εμένα μ' ενδιαφέρει να μάθω για την δική σου καθημερινότητα, διακινδυνεύοντας ίσως ν' ανακαλύψω περισσότερα απ' όσα θα ήθελα. Απ' όσα θα μπορούσα να διαχειριστώ...!
 Και, όπως συμβαίνει συνήθως, αφορμή για το ότι απόψε σου γράφω στάθηκε κάτι μικρό, ασήμαντο και μάλλον ανόητο: το γεγονός ότι κατεβάσαμε τα χειμωνιάτικα απ' τις ντουλάπες! Μέσα στα ρούχα και τα παπλώματα κατεβάσαμε και την αγαπημένη σου κουβέρτα, εκείνη που βούταγες απ' το κρεβάτι μου για να τυλίγεσαι στον καναπέ όταν βλέπαμε ταινία και που έλεγες ότι σου θυμίζει την κουβέρτα που είχες στο παιδικό σου κρεβάτι (το πάλαι ποτέ). Εμένα πάλι, αυτή η κουβέρτα μου θυμίζει τα βράδια που ερχόσουν και ξάπλωνες δίπλα μου. Που έβαζες τα πόδια σου ανάμεσα στα δικά μου για να τα ζεστάνεις - κι ας ήταν τα δικά μου πόδια ακόμη πιο κρύα απ' τα δικά σου! Που τύλιγες τα χέρια σου γύρω απ' το σώμα μου και σκέπαζες κι εμένα με την κουβέρτα μου. Έτσι μας έπαιρνε ο ύπνος και έτσι ξυπνούσα το πρωί: συνήθως πιασμένος (γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν καθόλου άνετη στάση) αλλά ευτυχισμένος που σε είχα στην αγκαλιά μου. Και κάθε πρωί, όποιος απ' τους δυο μας κι αν ξυπνούσε πρώτος, θέλαμε και οι δύο να μείνουμε για λίγο ακόμη ξαπλωμένοι πριν ξεκινήσουμε την μέρα μας. "Πέντε λεπτά ακόμα" μου ψιθύριζες συνήθως όταν χτυπούσε το ξυπνητήρι και μ' έσφιγγες ακόμα πιο πολύ. Λες και θα πήγαινα πουθενά!!
 "Μ' αρέσει αυτή η εποχή", είπα στον αδερφό μου στρώνοντας το κρεβάτι μου. "Είναι η εποχή που μπορείς να τυλίγεσαι με την κουβέρτα και να διαβάζεις για ώρες!". "Ναι, αλλά είναι και η εποχή που δεν θες να ξετυλιχτείς του πρωί και να σηκωθείς απ' το κρεβάτι", μου απάντησε εκείνος και με προσγείωσε απότομα. Ξέρεις κάτι; Έχει άδικο. Τώρα πια, που δεν έχω εσένα ν' ακουμπάς πάνω μου όσο κοιμόμαστε τυλιγμένοι με την κουβέρτα μου, σηκώνομαι αμέσως μόλις χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τώρα πια, δεν έχω κανένα λόγο να μείνω στο κρεβάτι "πέντε λεπτά ακόμα"...

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Τέλος χρόνου!


 Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που σε είδα στον ύπνο μου. Πάνε μήνες σίγουρα. Και καλά καλά δεν θυμάμαι τι αφορούσε το τελευταίο εκείνο όνειρο στο οποίο είχες κάνει εμφάνιση. Γι' αυτό απόρησα διπλά όταν εχθές ήρθες να με "επισκεφτείς".
 Ήμουν, λέει, στο σπίτι προσπαθώντας να τακτοποιήσω μια βαλίτσα για να φύγω για "το άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα" και θυμάμαι ότι ένιωθα πολύ αγχωμένος γιατί τα πράγματα που συμμάζευα με ψυχαναγκαστικό τρόπο μέσα στην βαλίτσα μου, βρίσκονταν, μυστηριωδώς, πίσω στις θέσεις τους μέσα στο σπίτι. Πάνω σε ράφια, μέσα σε συρτάρια, μέσα στο ντουλαπάκι του μπάνιου...Εγώ τα ξαναέπαιρνα από εκεί και τα έβαζα στην βαλίτσα μόνο και μόνο για να βρεθούν την επόμενη στιγμή εκεί απ' όπου τα είχα πάρει μόλις πριν λίγο. 
 Κοιτούσα το ρολόι, οι δείκτες του οποίου φαίνονταν να τρέχουν με διπλή ταχύτητα απ' το κανονικό, και ένιωθα να με κυριεύει πανικός (ξέρω τι θα πεις..."καθόλου πρωτότυπο") γιατί ένιωθα ότι δεν θα προλάβω. Τι ακριβώς, δεν μπορώ να σου πω. Ήταν περισσότερο η αίσθηση ότι έπρεπε να βιαστώ. Και εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Έτρεξα αλαφιασμένος ν' ανοίξω και σε είδα να στέκεσαι στο περβάζι της πόρτας μου. Σε καλημέρισα και σε ρώτησα τι ήθελες. "Να μιλήσουμε" μου απάντησες, σα να έλεγες το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. "Ρε συ, sorry, δεν έχω χρόνο. Πρέπει να φύγω" σου είπα εγώ, και σου έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα με μια αγένεια που δεν νομίζω ότι θα επεδείκνυα ποτέ στην πραγματικότητα. Και τότε -ω του θαύματος!- τα πράγματά μου αποφάσισαν να μείνουν στην θέση που τα τοποθετούσα μέσα στην βαλίτσα μου και οι δείκτες του ρολογιού επιβράδυναν και κινούνταν πλέον με φυσιολογική ταχύτητα.
 Δεν θυμάμαι τι συνέβη μετά. Έφυγα τελικά; Πού πήγα; Πώς; Δεν ξέρω αν έχει και σημασία! Εδώ που τα λέμε, μπορεί και το όνειρο να μην έχει καμία σημασία. Σίγουρα είναι ένα μήνυμα απ' το υποσυνείδητό μου αλλά προσπαθώ να μην σκέφτομαι πολύ το τι μπορεί να σήμαινε για μένα. Για μας. Το σίγουρο είναι ότι, μ' εσένα έξω απ' την πόρτα, κατάφερα να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Τουλάχιστον στ' όνειρό μου!  

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Για μια σου λέξη ακόμη


 Αν θέλω να είμαι ειλικρινής και δίκαιος μαζί σου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν φταις εσύ για την αντιπάθεια που τρέφω για την σιωπή. Από μικρός ακόμη, θυμάμαι την μάνα μου να σταματάει να μου μιλάει ή να μου δίνει κοφτές, μονολεκτικές απαντήσεις όποτε είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου (για να με τιμωρήσει; για ν' ανακτήσει την ψυχραιμία της; ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να πω με σιγουριά...). Μεγαλώνοντας, αυτόν τον τρόπο επέλεγα κι εγώ για να τιμωρήσω οικογένεια και φίλους όποτε θύμωνα μαζί τους: σταματούσα να τους μιλώ, θεωρώντας ότι αυτή η αποχή από τον ομιλούντα λόγο ήταν η πιο περίτρανη ένδειξη ενός -σχεδόν- αδιαπραγμάτευτου αποκλεισμού από την αγάπη που τους έδειχνα μέχρι πρότινος.
 Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν μπορώ να διαχειριστώ εύκολα τη σιωπή. Ο λόγος για τον οποίο μου προκαλεί συνήθως αμηχανία και μια εμμονική, σχεδόν, τάση να την σπάσω κάθε φορά ακόμη κι αν δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω. Μες στο μυαλό μου, η σιωπή είναι ταυτόσημη με την έννοια της τιμωρίας και πραγματικά σε μισούσα για εκείνες τις βασανιστικές, μακρόσυρτες σιωπές μετά από κάθε τσακωμό μας. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να με βρίσεις, να φωνάξεις, να σπάσεις πράγματα ή να φύγεις απ' το σπίτι βροντώντας πίσω σου την πόρτα "εις ένδειξιν διαμαρτυρίας", από αυτή την παθητική σου στάση που εγώ αναγκαζόμουν να την ερμηνεύω βάζοντας κάθε φορά τα χειρότερα με το μυαλό μου ή αναλαμβάνοντας ευθύνες που στην πραγματικότητα δεν μου αναλογούσαν μόνο και μόνο για να σε πείσω να διακόψεις αυτό το λεκτικό εμπάργκο που τόσο άκαρδα μου επέβαλες. 
 Και ενώ σου είχα πει πολλές φορές πώς νιώθω γι' αυτή σου την συμπεριφορά, εσύ, λες και το κάνεις επίτηδες, μ' αντιμετωπίζεις γι' άλλη μια φορά με τον ίδιο τρόπο: στερώντας μου την φωνή σου μαζί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επικοινωνίας. Δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου, δεν απαντάς στα μηνύματά μου και, γενικώς, φροντίζεις να μου δείξεις με κάθε τρόπο ότι δεν θες πια πολλές (εδώ που τα λέμε, ούτε καν λίγες...) κουβέντες μαζί μου.
 Σε είδα σήμερα μέσα απ' τ' αυτοκίνητο, στο φανάρι, να βγάζεις για μια στιγμή το κεφάλι σου απ' το παράθυρο του συνοδηγού πριν περάσετε με τον φίλο σου στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και για μια στιγμή πίστεψα ότι τα μάτια μου με γελούσαν επειδή τις τελευταίες μέρες σε σκέφτομαι τόσο έντονα. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήσουν όντως εσύ. Πώς θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω το πρόσωπό σου; Στην τελική, δεν έχω και τόσο πολύ καιρό να το δω! Σου έστειλα αμέσως μήνυμα, εκλιπαρώντας ουσιαστικά για μια σου λέξη ακόμη η οποία όμως -τι έκπληξη!!- δεν ήρθε ποτέ... 

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα τσιγάρο στα δύο


 Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ανθρώπους που, κάθε χρόνο, περιμένουν σαν τρελοί το καλοκαίρι. Αυτό περιλαμβάνει κι εσένα, αλλά προτίμησα να μην στο πω όταν, την πρώτη Ιουνίου, με πήρες τηλέφωνο για να μου πεις ότι "Ήρθε το καλοκαίρι!" και ότι θα έπρεπε να βγούμε και να πιούμε για να το γιορτάσουμε - ευκαιρία έψαχνες!
 Είχες σχολάσει από το μεσημέρι απ' την δουλειά οπότε μπορούσαμε να βρεθούμε από νωρίς τ' απόγευμα. Περπατήσαμε στην Πλάκα για ώρες και καταλήξαμε να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα στον Λυκαβηττό. Από εκεί και πέρα, δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι πήγαμε "κάπου για ένα κρασί" και μετά "κάπου αλλού για ένα κρασί ακόμα" και ότι βρεθήκαμε τις...δεύτερες πρωινές ώρες -κάπου μεταξύ τεσσεράμιση με πέντε- καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας σου. Εγώ δηλαδή ήμουν καθισμένος γιατί εσύ είχες σχεδόν ξαπλώσει, ακουμπώντας την πλάτη σου στα σκαλοπάτια.
 Μιλούσαμε ελάχιστα. Κάτι το περασμένο της ώρας, κάτι τα ένα-δυο (λίτρα) κρασιά, μας έκαναν και τους δύο βραδύγλωσσους. Κάποια στιγμή, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό σου αλλά τραβήχτηκες απότομα. Φοβόσουν μη μας δει κάνας γείτονας. Στις πέντε το πρωί! Σε μια γειτονιά που φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα στη γωνία του δρόμου ! Εδώ εγώ, που καθόμουν ακριβώς δίπλα σου, και δυσκολευόμουν να διακρίνω τα χαρακτηριστικά σου... Παρ' όλ' αυτά, σεβάστηκα την επιθυμία σου και μαζεύτηκα.
 Έβγαλες από την τσέπη σου τον καπνό και έστριψες τσιγάρο. Το άναψες και, για μια στιγμή, το πρόσωπό σου φωτίστηκε! Σε κοιτούσα χωρίς καν ν' ανοιγοκλείνω τα μάτια προσπαθώντας να κρατήσω στη μνήμη μου την εικόνα του προσώπου σου, φωτισμένου από τον αναπτήρα. Με κάθε ρουφηξιά στο τσιγάρο, η καύτρα του σε φώτιζε για λίγο. Την κοιτούσα μαγεμένος και, νομίζω, δεν κατάλαβα ότι άπλωσα το χέρι και σου πήρα το τσιγάρο απ' τα χείλη μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι με κοίταζες με έκπληξη και ανυπόκριτη περιέργεια, περιμένοντας να δεις τι θα έκανα μετά.
 Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα μου -αυτή ήταν η πιο στενή επαφή που είχαν τα χείλη μας εκείνο το βράδυ- και, σαν έφηβος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους φίλους του, έκανα μια γερή τζούρα. Ένιωσα την πικρή γεύση του καπνού να μου καίει το στόμα και το κεφάλι μου να γυρίζει. Προσπάθησα πολύ για να μην αρχίσω να βήχω. Μάλλον το κατάλαβες, γιατί έβαλες τα γέλια. Στην αρχή εκνευρίστηκα μαζί σου, ένιωσα ότι με κοροϊδεύεις, αλλά τελικά ο ήχος του γέλιου σου με παρέσυρε κι άρχισα να γελάω κι εγώ.
 Συνεχίσαμε έτσι με το τσιγάρο - μια ρουφηξιά εσύ, μία εγώ- μέχρι που η καύτρα έφτασε στο φίλτρο. Το πέταξες στο πεζοδρόμιο και σηκώθηκες να το πατήσεις για να σβήσει.
 "Τι θα κάνεις τώρα;", με ρώτησες.
 "Λέω να γυρίσω σπίτι. Μέχρι να φτάσω στη στάση, θα έχουν ξεκινήσει τα λεωφορεία.", σου απάντησα εγώ.
 "ΟΚ! Πάω κι εγώ για ύπνο. Είμαι πτώμα!" μου είπες.
 Δεν μου πρότεινες ν' ανέβω στο σπίτι σου. Δεν στο ζήτησα κι εγώ. Σηκώθηκα, με τα χέρια στις τσέπες, μην τυχόν και μπω στον πειρασμό να σ' αγκαλιάσω. Χαιρετηθήκαμε, μπήκες στο σπίτι σου και δεν έφυγα μέχρι που τα πόδια σου εξαφανίστηκαν στις σκάλες. Μόνο τότε ξεκίνησα κι εγώ να κατευθύνομαι προς την στάση του λεωφορείου.
 Αυτές οι μικρές στιγμές, αυτό το τσιγάρο που μοιραστήκαμε κι αυτά τα γέλια στα σκαλοπάτια σου, είναι που μου λείπουν πιο πολύ, τώρα που δεν μιλάμε.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Scripta manent


 Αν κάποιος, υποθετικά, μου ζητούσε να φτιάξω μια λίστα με όλες σου τις αρετές, όλα σου τα προτερήματα, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά σου που με κέρδισαν, η αλήθεια είναι ότι το "ρομαντική ψυχή" μάλλον δεν θα φιγουράριζε ούτε καν στις τελευταίες θέσεις της λίστας. Δεν με πείραζε. Κάθε άλλο· έβρισκα πολύ γλυκό (και λίγο αστείο, για να είμαι ειλικρινής) τον τρόπο που μ' έπαιρνες τηλέφωνο, με ρωτούσες αν είμαι σπίτι και απλώς ανακοίνωνες ότι "ΟΚ, έρχεσαι". Χωρίς γλυκόλογα. Χωρίς περιστροφές. Χωρίς άσκοπες κουβέντες. Χωρίς καν να με ρωτήσεις αν ήθελα να σε δω. Το θεωρούσες δεδομένο μάλλον, και αυτό ακριβώς ήταν που μ' άρεσε.
 Έφτανες στην πόρτα μου, συνήθως με κάποιο γλυκό στα χέρια, που όμως φρόντιζες πάντα να μου διευκρινήσεις ότι το είχες φτιάξει στην δουλειά και σας είχε μείνει. Λες και δεν ήθελες να μου περάσει καν απ' το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να το είχες φτιάξει για μένα! Ούτε κι αυτό με πείραζε. Νομίζω ότι το συνήθισα γρήγορα! 
 Και εκεί που είχα αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν γίνεται όλοι οι άνθρωποι να είμαστε ρομαντικοί και να εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας με τον ίδιο τρόπο, ήρθε εκείνο το πρωινό. Είχες κοιμηθεί σπίτι μου και, όπως κάθε φορά, είχες βάλει το ξυπνητήρι για να σηκωθείς και να πας στη δουλειά. Θυμάμαι ότι ξύπνησα κι εγώ και, όταν πήγες να σηκωθείς, σε τράβηξα απ' το χέρι παρακινώντας (παρακαλώντας;) σε να μείνεις λίγο ακόμα. Μου χαμογέλασες και ακούμπησες μαλακά το χέρι μου στο μαξιλάρι σου. Με ξαναπήρε ο ύπνος και ούτε που κατάλαβα πότε έφυγες. Ξύπνησα κάνα δίωρο μετά και, μπαίνοντας στην τουαλέτα, ήρθα "αντιμέτωπος" με μια μεγάλη έκπληξη! Κολλημένο πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου, ένα post-it με μια σύντομη φράση γραμμένη πάνω του. Πέντε λέξεις όλες κι όλες:

                                       "Αν μπορούσα, δεν θα έφευγα..." 

 Γραμμένο έτσι ακριβώς. Με τα μικρά σου γραμματάκια που είναι λες και δεν θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Και με "τρεις τελείες" (όπως έλεγες πάντα τ' αποσιωπητικά). Λες και υπήρχαν πολλά ακόμα να μου πεις που δεν μπορούσες να τα εκφράσεις ή δεν μπορούσες να τα χωρέσεις σ' ένα post-it. Το ξεκόλλησα απ' τον καθρέφτη, σημείωσα από πίσω την ημερομηνία και το φύλαξα (πόσο Καρκίνος;!). 
 Και κάπως έτσι, ξεκίνησε αυτό το παιχνιδάκι με τα χαρτάκια. Εγώ τα έβαζα κάπου μέσα στα πράγματά σου κι εσύ τα άφηνες σε μέρη στα οποία ήξερες ότι θα τα δω - αν και το χαρτάκι μέσα στο ψυγείο το θεώρησα πολύ "κρύο" - see what I did there?! Ήταν όλα σύντομα μηνύματα, μία-δύο προτάσεις το πολύ και σπάνια λέγαμε κάτι ουσιαστικό αλλά μου άρεσε το παιχνίδι μας. Ένιωθα ότι ήταν κάτι αποκλειστικά δικό μας! 
 Πρέπει να μάζεψα καμιά τριανταριά τέτοια χαρτάκια πριν από το τελευταίο χαρτάκι που μου άφησες. Είχες έρθει αποβραδίς στο σπίτι και φαινόταν ότι κάτι σ' έτρωγε. Δεν μιλούσες πολύ και, όταν το έκανες, απαντούσες μονολεκτικά. Σε πίεσα να μου πεις τι συμβαίνει και, με τα πολλά, μου αποκάλυψες ότι είχες διαβάσει κάποια πράγματα που έγραφα. Το πήρα στην πλάκα και προσπάθησα να σου εξηγήσω ότι δεν υπήρχε λόγος να τα παίρνεις τόσο σοβαρά και ότι ήταν απλά σκόρπιες σκέψεις, χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Φάνηκε να ηρεμείς κάπως και μπορέσαμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.
 Το πρωί, όπως πάντα, χτύπησε το ξυπνητήρι σου. Ξυπνήσαμε, σε αποχαιρέτισα και ξανακοιμήθηκα. Όταν σηκώθηκα μερικές ώρες αργότερα, βρήκα άλλο ένα post-it στο τραπέζι. Μία σύντομη φράση, όπως πάντα:

                "Δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω αυτό που θες. Λυπάμαι..."

 Γραμμένο έτσι ακριβώς. Με τρεις τελείες. Λες και ήθελες να συνειδητοποιήσω καλύτερα το τέλος.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Ο άνθρωπος των 63 ετών


 "Ρε σεις, αυτοκτόνησε ο Robin Williams", είπε η Μυρτώ.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έκανε λάθος στο όνομα και ότι,στην πραγματικότητα, ο αυτόχειρας ήταν ο Robbie Williams, ο γνωστός τραγουδιστής με το βεβαρημένο παρελθόν αλκοολισμού και χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
 "Ναι, το είδα κι εγώ. Μάλλον είναι αλήθεια", απάντησε η Αγγελική.
Η δεύτερη σκέψη μου ήταν ότι δεν ήταν αλήθεια και ότι επρόκειτο για κάποια απ' τις ηλίθιες "πλάκες" που κυκλοφορούν κατά καιρούς στο Internet.
 "Είναι σίγουρα αλήθεια. Το έβγαλε και το CNN", μας ενημέρωσε η Μυρτώ, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια αμφιβολίας.
 Δεν μου είναι εύκολο να εξηγήσω γιατί η είδηση αυτή με συγκλόνισε τόσο. Σίγουρα ο Robin Williams είναι (ήταν...) ένας από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς, με ρόλους που με εντυπωσίασαν, με σημάδεψαν, με συγκίνησαν ή με έκαναν να γελάσω μέχρι δακρύων αλλά, νομίζω, το πιο συγκλονιστικό απ' όλα ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος, που πάντα θαύμαζα, αποφάσισε να τερματίσει ο ίδιος τη ζωή του, χάνοντας, τελικά την μάχη με την κατάθλιψη με την οποία πολεμούσε χρόνια.
 Δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας λέγοντας ότι, οι περισσότεροι μεγάλοι κωμικοί, είναι βαθύτατα καταθλιπτικοί τύποι που προσπαθούν, μέσα απ' την δουλειά τους, να εξορκίσουν τους δαίμονές τους. Ούτε θα το παίξω ψυχολόγος που, και καλά, καταλαβαίνω ξαφνικά τον τρόπο σκέψης ενός ανθρώπου που ποτέ δεν γνώρισα. Απλώς νομίζω ότι, υπό το πρίσμα της κατάθλιψης και της αυτοκτονίας του, βλέπω πλέον με διαφορετικό μάτι τη δουλειά του.
 Δεν θεωρώ τυχαίο το ταλέντο του στην μίμηση ή στις αστραπιαίες αλλαγές στην φωνή και την προφορά που ήταν τα σήματα κατατεθέντα του. Μου δίνουν πλέον την εικόνα ενός ανθρώπου που ένιωθε συνέχεια την ανάγκη ν' αλλάξει τον εαυτό του για να γίνει αγαπητός. Ακριβώς όπως ο Andrew Martin, το ρομπότ στον "Άνθρωπο των δύο αιώνων" που προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να γίνει κάτι που δεν ήταν στην πραγματικότητα μόνο και μόνο για να μπορέσει να ενταχθεί σε ένα σύνολο που ποτέ δεν θα τον αποδεχόταν. Η μόνη διαφορά, είναι ότι ο Robin Williams ένιωσε τόσο δυσβάσταχτο το βάρος αυτής της ατελέσφορης προσπάθειας που, στο τέλος, λύγισε και έσπασε.
 Υπήρξε πάντα ένα -ανασφαλές- παιδί που δυσκολευόταν να μεγαλώσει, που ήθελε μέσα από την δουλειά του να κερδίσει την αγάπη και την αποδοχή -που ίσως να είχε στερηθεί από τα άτομα που του την "όφειλαν". Και το κοινό του τον αγάπησε, χωρίς όμως να τον γνωρίσει ποτέ πραγματικά. Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που τον έκανε τελικά να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να καταθέσει τα όπλα...
 Θα ήθελα να αποφύγω τους συναισθηματισμούς και να μην γίνω μελοδραματικός στο κλείσιμο αυτής της ανάρτησης αλλά δεν μπορώ να μην πω πως ο κόσμος της 7ης τέχνης είναι από σήμερα πολύ πιο φτωχός, ότι η απώλεια που υπέστη δεν θα αναπληρωθεί. Και την απώλεια αυτή, την μοιραζόμαστε και όλοι εμείς που τον αγαπήσαμε μέσα απ' την δουλειά του, όλοι εμείς που σήμερα ενώνουμε τις φωνές μας για να αποχαιρετίσουμε τον Jack, τον Peter, το τζίνι...Τον Robin.